- πολεμοκέλαδος
- πολεμο-κέλᾰδος, ον,A exulting in the din of war,
Βρόμιος Lyr.Adesp.108
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Βρόμιος Lyr.Adesp.108
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολεμοκέλαδος — ον, Α αυτός που ευφραίνεται με τον θόρυβο τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κέλαδος «θόρυβος, βοή» (πρβλ. νεο κέλαδος)] … Dictionary of Greek
πολεμοκέλαδε — πολεμοκέλαδος exulting in the din of war masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… … Dictionary of Greek